δικαιολογίαι

δικαιολογίαι
δικαιολογία
plea in justification
fem nom/voc pl
δικαιολογίᾱͅ , δικαιολογία
plea in justification
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δικαιολογίᾳ — δικαιολογίαι , δικαιολογία plea in justification fem nom/voc pl δικαιολογίᾱͅ , δικαιολογία plea in justification fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογία — η (AM δικαιολογία) 1. η υπεράσπιση τών δικαίων με επιχειρήματα 2. τα επιχειρήματα που προβάλλει κάποιος για να εξηγήσει τις ενέργειές του μσν. νεοελλ. το πρόσχημα αρχ. στον πληθ. δικαιολογίαι δικανικοί λόγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + λογία <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”